- ευθορύβητος
- εὐθορύβητος, -ον (Α)αυτός που θορυβείται, που ταράζεται εύκολα («εὐθορύβητος πρὸς τοὺς συκοφάντας», Πλούτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -θορυβητος (< θορυβώ), πρβλ. α-θορύβητος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐθορύβητος — easily confounded masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθορύβητον — εὐθορύβητος easily confounded masc/fem acc sg εὐθορύβητος easily confounded neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)